- οὐδένωσις
- οὐδέν-ωσις, εως, ἡ,A annihilation, Thd.Is.34.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ουδένωσις — οὐδένωσις, ἡ (Α) [ουδενώ] εκμηδενισμός, εξουθένωση … Dictionary of Greek